Η γλώσσα του δρόμου είναι η πιο ζωντανή και ως τέτοια εξελίσσεται συνέχεια.
Τα ποδανά, οι αλβανικές λέξεις, οι αμερικάνικη αργκό, αυτούσια ή μεταφρασμένη, οι ιδιωματισμοί που προκύπτουν από τη γλώσσα των games και η ανάγκη να επικοινωνήσει η κάθε ομάδα με τους δικούς της κώδικες φτιάχνουν τη νέα γλώσσα ενός μικρόκοσμου που αισθάνεται ασφάλεια όταν επικοινωνεί με νεολογισμούς και ευφάνταστες εκφράσεις οι οποίοι αναγκαστικά ξεφεύγουν και εξαπλώνονται και εκτός παρέας, κάνοντας τη γλώσσα πιο ενδιαφέρουσα.
H νέα slang είναι πιο πλούσια από ποτέ κι αυτό είναι ένα «λυσάρι» των λέξεων που ακούς πιο συχνά και ίσως να απορείς τι σημαίνουν:
- Τερμαριλέ: όταν το έχεις παρακάνει με μια σχέση σου
- Τερματηλέ: όταν μιλάς πολλή ώρα στο τηλέφωνο με κάποια κοπέλα
- Τεκάν: ούτε καν
- Κέτο: πακέτο
- Τέπο: ποτέ
- Μπιστάρι: σαβούρα, όταν τρως τούμπα
- Ultra Κούρα: πολλή κούραση
- Ποτατί: τίποτα
- Ζειπαί ποτατί: παίζει τίποτα;
- Έλα και πού;: Έλα και πού είσαι;
- Σάκης, Σάκαρος, Σακ: o βλάκας, ο χαζός, εε… ο Σάκης, ρε παιδί μου…
- Καπάκια, στα καπάκια: όταν χώνεται ο ένας μετά τον άλλο στο spot για να κάνουν κάποιο skate trick
- Ντουφέκι, πιστόλι: όταν ακυρώνεις κάτι στα μπαμ χωρίς να ενημερώσεις
- Χίοσα, μπιστόλιασα, ντουφέκιασα, έλουσα, έκαψα: όταν ακυρώνεις κάτι στα μπαμ χωρίς να ενημερώσεις
- Άιντα, εκεί: επιφώνημα ενθουσιασμού (κυρίως όταν κάποιος από την παρέα που κάνετε skate πατάει κάποιο καινούργιο ή κάποιο δύσκολο trick, αλλά όχι μόνο)
- Τέκου: ο χαζός, ο ανόητος
- Σερτιφιέ: πιστοποιημένα, σίγουρα
- Dual analog: τα λακάκια της μέσης
- Προφάνουσλυ = προφανώς
- Έκανα diss: έκανα disrespect, μιλάω για κάποιον χωρίς σεβασμό, δείχνω ασέβεια
- Ντόπα: ναρκωτικό
- Είμαι στην τσίτα: είμαι σε ένταση, σε ετοιμότητα
- Γράφω ένα verse: γράφω έναν στίχο
- Κάνω beef: μονομαχώ με λέξεις, μαλώνω με κάποιον, ξεκινάω διαμάχη
- Κάνω flex: κάνω επίδειξη
- Έχω το sauce: η λέξη sauce περιγράφει το στυλ που έχει κάποιος και τον αέρα που αποπνέει
- Esketit (εσκίτιτ): ας πάρουμε κάτι, ας καταφέρουμε κάτι
- Salute (σαλούτ): γεια, χαιρετισμός
- Jet (τζετ): τέλεια
- Yanamsayin (γιαναμσέιινγκ): καταλαβαίνεις τι εννοώ
- Fam (φαμ): οικογένεια
- Aight (άιτ): εντάξει
- Bro (μπρο): αδελφός, κάποιος που εκτιμάς
- Chill (τσιλ): χαλαρά
- Gang (γκανγκ): ομάδα, παρέα
- Hustlin (χάσλιν): όταν δουλεύεις έξυπνα για να βγάλεις χρήματα
- Φίδια: αυτοί που προσπαθούν να σε εκμεταλλευτούν ή να σε προδώσουν
- Hood (χουντ): γειτονιά
- Σκάω κάπου: πηγαίνω ή εμφανίζομαι κάπου
- Στη γύρα: πηγαίνω όπου χρειάζεται για να βγάλω χρήματα
- Flex (φλεξ): επιδεικνύω κάτι.
- Struggle (στραγκλ): όταν αγωνίζεσαι σκληρά για να ζήσεις
- Homie (χόμι): φίλος από παλιά
- Dope (ντόουπ): κάτι που είναι πολύ καλό
- Fly (φλάι): κατι κουλ
- Λέξεις για τα χρήματα: Λεκ, γκαφς, γκαφρά, μαρούλι, κασέρι, πρασινάδα
- Λέξεις για κοπέλες, γκόμενες, τύπισσες: τσικ, τσικιό, τσικάκι, το ριλέ, η έτσι σου, γατούλα
- Λέξεις, επίθετα για κάποιον που «χώνει» καλά skate: χώστης, σφυρί, κλινάτος, πατάει μόνο βίδες
- Καριέρα = κούραση, τράβηγμα, κάτι δύσκολο, π.χ.: — Αύριο πρέπει να ξυπνήσω 6 το πρωί. — Ποοο, καριέρα, ρε φίλε.
- Μπαφάρισμα: Όταν ασπρίζει κάποιος έναν τοίχο που έχει γκραφίτι και τα καταστρέφει
- Τσούτσου: (σκληρή δουλειά για τσούτου) το τρένο, βάψιμο σε τρένο ή μετρό
- Ρολά: (πάμε για ρολά) βάψιμο με μεγάλα κοντάρια σε ψηλά σημεία και τυφλές προσόψεις
- Μπόμπα: παράνομο βάψιμο σε οποιαδήποτε επιφάνεια με κίνδυνο σύλληψης
- Τρενάδες: Οι γκραφιτάδες που βάφουν τρένα
- Στριτάδες: Oι street artists που συνήθως δεν έχουν σχέση με το γκραφίτι, απλώς ζωγραφίζουν στον δρόμο
- Παρθένο σποτ: τοίχος που δεν έχει κανένα γκραφίτι και είναι καθαρός.
The post Αυτό είναι το λεξικό της νέας ελληνικής slang first appeared on Kliktv.gr.